Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie από την Google για να παρέχει τις υπηρεσίες του και να αναλύει την επισκεψιμότητα. Η διεύθυνσή σας IP και ο παράγοντας χρήστη γνωστοποιούνται στην Google, μαζί με μετρήσεις απόδοσης και ασφαλείας, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα της υπηρεσίας, για τη δημιουργία στατιστικών στοιχείων σχετικά με τη χρήση και για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση καταχρήσεων. ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑ: Οκτωβρίου 2007

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΤΑ ΠΛΑΚΑΣ

Η ΣΚΠ (σκλήρυνση κατά πλάκας) είναι μια νόσος η οποία μόνο το άκουσμά της προκαλεί δέος. Στο ευρύ κοινό είναι συνδεδεμένη με βαρέως πάσχοντες ασθενείς οι οποίοι κινούνται μόνο με αναπηρικά αμαξίδια. Ομως υπάρχουν πολλοί ασθενείς με ΣΚΠ οι οποίοι ζουν κανονικά χωρίς να εκδηλώνουν κάποια σοβαρή αναπηρία.
Η ΣΚΠ οφείλεται σε διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος το οποίο επιτίθεται ‘κατά λάθος’ και καταστρέφει ένα συστατικό της μυελίνης του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η μυελίνη είναι απαραίτητη για την επικοινωνία των διάφορων κέντρων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Όταν η μυελίνη βλάπτεται, τότε διάφορα κέντρα του εγκεφάλου αδυνατούν να λειτουργήσουν και αυτό έχει σαν επακόλουθο την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Έτσι αν η βλάβη αφορά κινητικά κέντρα τότε μπορεί να έχουμε πάρεση ή παράλυση άκρων (χέρια ή ποδια). Αν αφορά αισθητικά κέντρα τότε μπορεί να έχουμε αιμωδίες (μουδιάσματα) ή αδυναμία συντονισμού των κινήσεων (αισθητική αταξία).
Επομένως η συμπτωματολογία της ΣΚΠ εξαρτάται από την περιοχή της βλάβης, εφ’ όσον αυτή δεν αφορά το σύνολο της μυελίνης αλλά ορισμένες περιοχές της οι οποίες ονομάζονται εστίες ή πλάκες απομυελίνωσης. Έτσι η συμπτωματολογία είναι διαφορετική από ασθενή σε ασθενή αλλά και στον ίδιο ασθενή που π.χ. εκδήλωσε τώρα κάποια συμπτώματα (π.χ. αδυναμία , αστάθεια) στο μέλλον μπορεί να εκδηλώσει κάποια άλλα (π.χ. αιμωδίες, θάμβος οράσεως).
Μπορεί να υπάρχουν ασθενείς οι οποίοι να μην παρουσιάζουν κάποιο εμφανές σημείο της νόσου (δηλ. να ζουν φυσιολογικά) ενώ κάποιο άλλοι να έχουν σοβαρή αναπηρία. Άρα η διάγνωση της νόσου δεν προδιαθέτει για την κλινική πορεία του ασθενούς. Μπορεί να είναι καλοήθης (δηλ. να μην οδηγήσει ποτέ σε σοβαρή αναπηρία) αλλά και κακοήθης.
Για τον λόγο αυτό είναι σημαντική η ψυχολογική υποστήριξη των ασθενών με ΣΚΠ ώστε να μην θεωρούν δεδομένη την κακή πορεία της υγείας τους και να καταρρέουν ψυχολογικά.
Η διάγνωση είναι κυρίως κλινική. Πολύ χρήσιμη είναι η Μαγνητική Τομογραφία Εγκεφάλου, τα Οπτικά Προκλητά Δυναμικά και η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση αποφασίζεται με βάση το ιστορικό, την κλινική εικόνα και τα αποτελέσματα των εξετάσεων του ασθενούς και μπορεί να είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση.
Χρησιμοποιούνται ανοσοκατασταλτικά (π.χ. κορτιζόνη) και ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (π.χ. ιντερφερόνη, κοπαξόνη). Επίσης, εκτός της ψυχοθεραπείας, χρήσιμη είναι και η φυσικοθεραπεία.
Το πιο πρόσφατο φάρμακο για την ΣΚΠ λέγεται tysabri (natalizumab). Πρόκειται για ένα μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο παρεμποδίζει την είσοδο των λευκοκυττάρων στον εγκέφαλο και κατά συνέπεια μειώνει την φλεγμονή και την βλάβη του εγκεφάλου.
Το tysabri ενδείκνειται σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα μορφή της ΣΚΠ και συνιστάται σε εκείνους όπου οι υπάρχουσες θεραπευτικές αγωγές απέβησαν ανεπαρκείς ή μη ανεκτές.
Η αποτελεσματικότητά του, όσον αφορά τις βλάβες στην μαγνητική τομογραφία και την συχνότητα και βαρύτητα των ώσεων, φαίνεται να είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη των ιντερφερονών και της κοπαξόνης. Παρ’ όλ’ αυτά η χορήγηση του φαρμάκου απαιτεί προσοχή κυρίως γιατί έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις ‘προιούσας πολυεστιακής λευκοεγκεφαλοπάθειας’ η οποία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα. Πάντως με την σωστή χρήση του φαρμάκου η πιθανότητα αυτή εκμηδενίζεται.
Όμως παραμένει πάντα ο κίνδυνος αλλεργικής αντίδρασης (όπως άλλωστε με όλα τα βιολογικά φάρμακα - αντισώματα) και για τον λόγο αυτό η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να γίνεται σε κλινική με ιατρική παρακολούθηση για μια περίπου ώρα μετά την έγχυση. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να γίνεται κάθε τέσσερις εβδομάδες.

Διαταραχές βάδισης στην τρίτη ηλικία

Είναι πολύ συχνό ηλικιωμένα άτομα να παρουσιάζουν δυσκολία στην βάδισή τους. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι αυτή η δυσκολία είναι επακόλουθο της προχωρημένης ηλικίας και θα πρέπει να αναζητήσουμε τα παθολογικά αίτια που την προκαλούν.
Δεν θα αναφερθούμε σε διαταραχές βάδισης που οφείλονται σε ορθοπεδικά αίτια (π.χ. κατάγματα των κάτω άκρων, αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης) ούτε σε εκείνες που οφείλονται σε άλλα προφανή αίτια (π.χ. παράλυση μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο). Αντίθετα θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις εκείνες όπου η βάδιση σταδιακά γίνεται δύσκολη, συνήθως σε συνδυασμό με αστάθεια και συχνές πτώσεις στο έδαφος.
Συγκεκριμένα, με την πάροδο του χρόνου ο ασθενής αισθάνεται τα πόδια του ‘βαριά’ και δύσκαμπτα με αποτέλεσμα η βάδισή του να γίνεται με μικρά συρτά βήματα. Ταυτόχρονα παραπονείται για αστάθεια και διαταραχές της ισορροπίας κατά την βάδιση, κυρίως όταν πρέπει να στρίψει ή όταν το έδαφος είναι ανώμαλο. Έτσι έχουμε την κλασική εικόνα του ηλικιωμένου με την μαγκούρα!
Οι σημαντικότερες παθολογίες που προκαλούν τέτοια διαταραχή βάδισης είναι οι παρακάτω:
1) Μικροϊσχαιμική εγκεφαλοπάθεια. Είναι η συχνότερη αιτία. Πρόκειται για μια παθολογία κατά την οποία παρατηρούνται πολύ μικρά εγκεφαλικά επεισόδια τα οποία έχουν συσσωρευτεί, με την πάροδο του χρόνου, στον εγκέφαλο του ασθενούς. Αρχικά ο ασθενής δεν παρουσιάζει καμιά συμπτωματολογία και είναι φαινομενικά υγιής. Όσο όμως πληθαίνουν τα μικροεγγεφαλικά, εμφανίζονται συμπτώματα τα οποία, εκτός από την δυσχέρεια βάδισης, μπορεί να είναι διαταραχές της μνήμης και της κρίσης. Έχουμε έτσι μια εικόνα γεροντικής άνοιας.
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες της μικροϊσχαιμικής εγκεφαλοπάθειας είναι: σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, υπερλιπιδαιμίες (ψηλή χοληστερίνη, τριγλυκερίδια), ρευματοπάθειες, κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ κ.α. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν αναγνωρίζεται εμφανές αίτιο και η νόσος χαρακτηρίζεται ‘ιδιοπαθής’(αγνώστου αιτιολογίας). Δυστυχώς οι εγκεφαλικές βλάβες είναι μη αναστρέψιμες γιατί οι νευρώνες (εγκεφαλικά κύτταρα) που έχουν καταστραφεί δεν αντικαθίστανται.
Έτσι, η θεραπεία αποσκοπεί περισσότερο στην πρόληψη της επιδείνωσης της κατάστασης του ασθενούς. Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι προδιαθεσικοί παράγοντες και θα πρέπει να χορηγηθούν φάρμακα τα οποία βελτιώνουν την κυκλοφορία του αίματος.
2) Νόσος Parkinson και παραλλαγές της (παρκινσονισμοί). Στην περίπτωση της νόσου του Parkinson συνυπάρχει ο χαρακτηριστικός τρόμος (τρεμούλα) και μια γενικευμένη βραδυκινησία – δυσκαμψία του ασθενούς (οι κινήσεις είναι αργές και δύσκολες). Η νόσος Parkinson είναι αγνώστου αιτιολογίας αλλά σε κάποιες περιπτώσεις οφείλεται σε μικροεγκεφαλικά ή σε άλλες βλάβες του εγκεφάλου.
Η θεραπεία βασίζεται σε φάρμακα τα οποία αναπληρώνουν την ουσία δοπαμίνη, η έλλειψη της οποίας προκαλεί την νόσο. Τα αποτελέσματα, κυρίως στα αρχικά στάδια της νόσου, είναι ικανοποιητικά.
Οι παρκινσονισμοί είναι μια ομάδα σπάνιων εκφυλιστικών νοσημάτων του εγκεφάλου συνήθως άγνωστης αιτιολογίας (προϊούσα υπερπηρυνική παράλυση, πολυσυστηματική ατροφία κ.α.). Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία.
3) Άνοιες, νόσος Alzheimer. Σε προχωρημένο στάδιο ο ασθενής με άνοια (έκπτωση των ανωτέρων ψυχικών λειτουργιών, διαταραχές μνήμης και κρίσης κ.α.), παρουσιάζει διαταραχές βάδισης προοδευτικά επιδεινούμενες έως ότου καταλήξει κλινήρης με πλήρη αδυναμία ορθοστάτησης. Σε κάποιες περιπτώσεις οι διαταραχές βάδισης παρατηρούνται από τα αρχικά στάδια της νόσου και οφείλονται σε απραξία (ο εγκέφαλος δεν δίνει εντολή στα πόδια ώστε να κινηθούν). Θεραπευτικά χρησιμοποιούνται φάρμακα που επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου.
4) Υδροκέφαλος. Παρουσιάζεται όταν αυξάνεται η πίεση του υγρού που κυκλοφορεί στον εγκέφαλο (εγκεφαλονωτιαίο υγρό). Στους ηλικιωμένους είναι συχνός ο ‘υδροκέφαλος φυσιολογικής πίεσης’ όπου η πίεση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού βρίσκεται στα ανώτερα φυσιολογικά όρια αλλά, ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα που είναι: δυσχέρεια βάδισης, ακράτεια ούρων και διαταραχές μνήμης. Η θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην τοποθέτηση ειδικής βαλβίδας παροχέτευσης του υγρού. Υπάρχει και η δυνατότητα φαρμακευτικής αγωγής.

Έτσι λοιπόν, οποιοσδήποτε ηλικιωμένος παρουσιάζει δυσκολία στην βάδισή του θα πρέπει να εξετάζεται από ειδικό γιατρό ώστε να προσδιοριστεί η αιτία και ακολούθως να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΞΕΙΑ ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ

Εισαγωγή

Η οξεία οσφυο-ισχιαλγία οφείλεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, σε κήλη (πρόπτωση) ενός μεσοσπονδύλιου δίσκου. Ο δίσκος αυτός πιέζει μια νευρική ρίζα η οποία είναι συνήθως αισθητική δηλ. μεταφέρει αισθητικά ερεθίσματα από την περιφέρεια προς το κεντρικό νευρικό σύστημα. Έτσι εξηγείται ο πόνος της οσφυο-ισχιαλγίας. Πιο σπάνια πιέζεται η κινητική νευρική ρίζα με αποτέλεσμα αδυναμία των αντίστοιχων μυών. Αυτό το τελευταίο αποτελεί επείγουσα ιατρική κατάσταση και οι παρακάτω οδηγίες ισχύουν μόνο αν αποκλειστεί νευρολογικό έλλειμμα μετά από σχολαστική εξέταση από Νευρολόγο.

Πρώτη ημέρα

-Παραμείνετε στο κρεβάτι αναζητώντας την θέση στην οποία ανακουφίζεται ο πόνος.
-Χρησιμοποιείστε ψυχρά ή θερμά επιθέματα στην περιοχή της μέσης (καλλίτερα στην αρχή να είναι ψυχρά και σε δεύτερο χρόνο θερμά ή να επιλέξτε ότι κατά τη γνώμη σας είναι αποτελεσματικότερο)
-Αρχίστε αντιφλεγμονώδη - αναλγητική θεραπεία σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού σας.

Τρίτη ημέρα

-Σηκωθείτε για λίγο από το κρεβάτι, κάνετε μερικά βήματα. Αποφύγετε την καθιστική θέση.

Έβδομη ημέρα

-Για κάθε τρεις ώρες που παραμένετε στο κρεβάτι να περπατάτε για 20 λεπτά.

Όταν διαπιστώσετε ότι μπορείτε να κάθεστε χωρίς πρόβλημα, τότε αρχίστε γρήγορο περπάτημα, κολύμπι, σταθερό ποδήλατο ή άλλη σωματική άσκηση που χρησιμοποιεί αλλά δεν καταπονεί την μέση.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

ΟΙ ΚΕΦΑΛΑΛΓΙΕΣ (ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΙ)

Πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων υποφέρουν ή έχουν υποφέρει στην ζωή τους από πονοκεφάλους (κεφαλαλγίες). Μια κεφαλαλγία μπορεί να οφείλεται σε κάποια νόσο (ενδοκρανιακές αιμορραγίες ή όγκοι, μηνιγγίτιδα, ιγμορίτιδα κ.α.) και ονομάζεται δευτεροπαθής κεφαλαλγία.. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις δεν ανευρίσκεται παθολογικό αίτιο και τότε ονομάζεται «ιδιοπαθής κεφαλαλγία».
Οι ιδιοπαθείς κεφαλαλγίες είναι μια ομάδα κεφαλαλγιών στην οποία ανήκουν οι ημικρανίες, οι κεφαλαλγίες τάσεως και οι διάφορες παραλλαγές τους.
Η κεφαλαλγία μπορεί να εντοπίζεται στο μισό κρανίο, στην ινιακή ή στην μετωπιαία περιοχή ή στο σύνολο του κρανίου. Ο πόνος μπορεί να είναι συσφιγκτικός ή διάχυτος (σαν βάρος) και να διαρκεί από μερικά λεπτά έως και αρκετές ημέρες. Η έντασή του διαφέρει εφ’ όσον ο πόνος μπορεί να είναι από «υποφερτός» έως «ανυπόφορος» σε σημείο που να οδηγεί τον πάσχοντα σε πλήρη ανικανότητα για οποιαδήποτε εργασία.
Οι κεφαλαλγίες τάσεως χαρακτηρίζονται από ήπιας έως μέτριας έντασης διάχυτη κεφαλαλγία με διάρκεια από μερικές ώρες έως και αρκετές ημέρες. Οι ημικρανίες συνήθως παρουσιάζονται με έντονο άλγος στο μισό της κεφαλής και διάρκεια από μερικά λεπτά έως και μερικές ώρες.
Η συχνότητα των επεισοδίων κεφαλαλγίας διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μπορεί να εμφανίζεται αραιά (ακόμη και κάθε χρόνο) αλλά και πολύ συχνά (σχεδόν κάθε μέρα).
Οι κεφαλαλγίες με αραιή συχνότητα αντιμετωπίζονται φαρμακευτικά με παυσίπονα (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη όπως η ασπιρίνη και άλλα όπως η παρακεταμόλη και η κωδεϊνη) και με ειδικά αντιημικρανικά σκευάσματα (τριπτάνες, εργοταμίνη). Αν η συχνότητα τους είναι πολύ μεγάλη τότε χορηγείται προληπτική φαρμακευτική αγωγή (δηλ. ο πάσχων παίρνει καθημερινά κάποιο φάρμακο ώστε να προλαμβάνεται η εκδήλωση της κεφαλαλγίας).

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
Σε οποιαδήποτε περίπτωση κεφαλαλγίας θα πρέπει να συμβουλεύεστε κάποιον ειδικό (νευρολόγο) ή τον οικογενειακό σας γιατρό. Εκείνος θα κρίνει αν η κεφαλαλγία οφείλεται σε κάποια πάθηση ή πρόκειται για ιδιοπαθή κεφαλαλγία. Ακόμη, ανάλογα με την βαρύτητα του προβλήματος θα κρίνει ποια είναι η ποιο κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Αλόγιστη χρήση παυσίπονων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές παρενέργειες (π.χ. γαστρορραγία) αλλά και σε εθισμό (π.χ. το παυσίπονο να μην είναι πια αποτελεσματικό και να πρέπει να αυξηθεί η δόση του ή ακόμη, να πρέπει ο πάσχων να λαμβάνει καθημερινά μεγάλη ποσότητα φαρμάκων διαφορετικά να εμφανίζεται έντονη κεφαλαλγία).

ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ
Η ημικρανία θεωρείται σοβαρή διαταραχή εφ’ όσον επηρεάζει τις καθημερινές δραστηριότητες του πάσχοντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κληρονομικότητα άρα πρόκειται για γενετική βλάβη (μετάλλαξη κάποιου ή κάποιων γόνων). Ο ακριβής παθογεννητικός μηχανισμός της ημικρανίας παραμένει άγνωστος. Μπορεί να αρχίσει σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συνήθως αρχίζει κατά την εφηβεία.
Η κεφαλαλγία μπορεί να είναι διάχυτη (σαν βάρος) σε όλο το κεφάλι ή τοπικά (πιο συχνά μετωπιαία). Συχνά ο πόνος καταλαμβάνει μόνο το μισό κεφάλι και γι αυτό ονομάστηκε ημικρανία. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο πόνος έχει σφύζοντα χαρακτήρα και σταδιακά αυξανόμενη ένταση. Επιδεινώνεται με την δραστηριότητα, το φως και τους θορύβους. Συνυπάρχει γενικευμένη αδιαθεσία, ζάλη, ναυτία. Ο ασθενής παραμένει κλινήρης και αδυνατεί να προβεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Η συμπτωματολογία δεν είναι η ίδια σε όλους τους ασθενείς αλλά μπορεί να παρουσιάζει ιδιαιτερότητες π.χ. να προηγείται διαταραχή από τα μάτια (αύρα) και ακολούθως κεφαλαλγία. Ακόμη, μπορεί ώρες πριν την κρίση της ημικρανίας ο ασθενής να είναι ευερέθιστος, να αισθάνεται γενικευμένη ατονία, υπνηλία και ζάλη.
Με βάση τα ανωτέρω η θεραπευτική αντιμετώπιση της ημικρανίας είναι απαραίτητη.
Ο ασθενής πρέπει να ξέρει ότι η διαταραχή είναι χρόνια και δεν θεραπεύεται οριστικά. Μόνον σε κάποιες περιπτώσεις τα επεισόδια κεφαλαλγίας σταματούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, σπανιότερα οριστικά.
Κατά την ημικρανική κρίση χρησιμοποιούνται ειδικά φάρμακα (τριπτάνες, εργοταμίνη) αλλά και κοινά παυσίπονα όπως η ασπιρίνη και η κωδεϊνη. Τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Η σωστή χρήση αυτών των φαρμάκων (σύμφωνα με τις οδηγίες ειδικού γιατρού) αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους και αποφεύγει τον εθισμό.
Στις περιπτώσεις που οι ημικρανικές κρίσεις είναι πολύ συχνές αυτό επηρεάζει την καθημερινή ζωή των ασθενών εφ΄ όσον αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις ασχολίες τους. Είναι λοιπόν απαραίτητη προληπτική φαρμακευτική αγωγή δηλ. ο ασθενής θα πρέπει να λαμβάνει καθημερινά κάποιο φάρμακο ώστε να προλαμβάνονται οι ημικρανικές κρίσεις.
Άρα η φαρμακευτική αντιμετώπιση εξαρτάται από τον κάθε ασθενή και αποφασίζετε ανάλογα με την περίπτωση.